Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2015

Γ. Κορδέλλας: Στην εχεμύθεια των κυμάτων


Ο Γιώργος Κορδέλλας γεννήθηκε στην Κοζάνη. Εργάζεται επαγγελματικά από το 1981 στον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Έχει σκηνοθετήσει πολλές γνωστές τηλεοπτικές σειρές, τηλεταινίες, ντοκιμαντέρ και μουσικές εκπομπές. Ως στιχουργός συνεργάστηκε με τους συνθέτες Δημήτρη Παπαδημητρίου, Νότη Μαυρουδή, Νίκο Μαμαγκάκη, Κωστή Ζευγαδέλλη, Κώστα Χαριτάτο, Μάριο Στρόφαλη, Βαγγέλη Φάμπα, Εύα Λουκάτου κ.ά. Η πρόσφατη έκδοση του δεύτερου μυθιστορήματός του, Στην εχεμύθεια των κυμάτων, μας έδωσε την αφορμή για μια συζήτηση μαζί του.
Η ιστορία σας ξεκινάει με τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου –του πατέρα της κεντρικής ηρωίδας–, την καύση του και το σκόρπισμα της τέφρας του στο Αιγαίο, σύμφωνα με την επιθυμία του. Ποια είναι η θέση σας στο ζήτημα της αποτέφρωσης των νεκρών και την αρνητική στάση που κρατά η Εκκλησία;
Νομίζω πως η Ιερά Σύνοδος είναι αυτοεγκλωβισμένη σε μια φοβική συντηρητική εμμονή. Εφόσον από πουθενά δεν προκύπτει δογματική αντίθεση με την Πίστη της Εκκλησίας, δεν καταλαβαίνω την πεισματική άρνηση στο θέμα της αποτέφρωσης των νεκρών. Βέβαια, αυτό είναι μια μεγάλη κουβέντα, αν θέλουμε να δούμε όλες τις παραμέτρους. Προσωπικά, πιστεύω πως οι πατέρες πρέπει να αντιμετωπίσουν την Ιερά Παράδοση σαν μια ζωντανή και εξελισσόμενη διεργασία –όπως οφείλει να είναι κάθε ζωντανή παράδοση και όπως υπήρξε επί αιώνες και η εκκλησιαστική– και όχι σαν παγιωμένη και στάσιμη πρακτική, που το μόνο που θα καταφέρει, θα είναι να αποκόψει την Εκκλησία από την ευρύτερη κοινωνία, να την περιθωριοποιήσει, να την καταστήσει ανίκανη να παρακολουθήσει το σήμερα, να χειριστεί τις αλλαγές και τις προκλήσεις του παρόντος, και να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στην εξέλιξη των ηθών της κοινωνίας. Χρειάζεται τόλμη και ανοιχτό πνεύμα, όπως πολλές φορές, όταν χρειάστηκε, έδειξε ότι διαθέτει στο παρελθόν.
Υπάρχει όμως αυτή η εμμονική, όπως είπατε, άρνηση, ειδικά στο ζήτημα της καύσης των νεκρών, με δηλώσεις και εγκυκλίους που απαγορεύουν στους ιερείς να ψάλλουν όσους έχουν εκδηλώσει τέτοια επιθυμία. Αν η αποτέφρωση δεν έρχεται σε δογματική αντίθεση, όπως λέτε, πώς δικαιολογείται αυτή η άρνηση;
Υπάρχουν για την Ορθοδοξία δύο καταστατικές βάσεις, αλληλένδετες και αδιαχώριστες: οι Γραφές και η Ιερά Παράδοση, που έχει για την Εκκλησία την ίδια βαρύτητα με τα κείμενα, τα οποία ουσιαστικά αποτελούν μέρος της. Σχετικά με την ταφή ή την καύση, όμως, υπάρχουν κατά τη γνώμη μου κάποιες παρανοήσεις. Κυρίως λόγω του δόγματος της Ανάστασης του ανθρώπου ως ενιαία ψυχοσωματική οντότητα, που επιβάλλει τον σεβασμό του ανθρωπίνου σώματος και θεωρείται ασέβεια η καύση του. Όμως για ποιο σώμα μιλάμε όταν αυτό ήδη αποσυντίθεται και μετατρέπεται σε «σκωλήκων βρώμα και δυσωδία»; Τα κόκαλα δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση «σώμα». Αν δούμε το σώμα ως σαρκική ύλη, όπως αυτή μεταβάλλεται από τη σύλληψη του ανθρώπου, τη γέννηση και τα διάφορα στάδια της ζωής του, μέχρι και την πλήρη σήψη των περισσοτέρων συστατικών του στον τάφο, το όποιο υλικό υπόλειμμα –το λείψανο, δηλαδή– τι διαφορά έχει από την τέφρα, που είναι το υπόλειμμα της καύσης του υλικού σώματος; Και στις δύο περιπτώσεις, ανεξαρτήτως διαδικασίας (βιολογικής αποσύνθεσης ή αποτέφρωσης), το ανθρώπινο σώμα μετατρέπεται σε ένα υλικό «λείψανο». Τα οστεοφυλάκια σε τι διαφέρουν από τα τεφροφυλάκια; Αν ο Θεός μπορεί να αναστήσει έναν άνθρωπο από τα κόκαλά του, γιατί δεν μπορεί να το κάνει από τη στάχτη του ή τα διασκορπισμένα ελάχιστα υλικά του στοιχεία; Το «χους ει και εις χουν απελεύση» μπορεί να διαβαστεί και ως «ύλη είναι και στο υλικό σύμπαν θα καταλήξει», χωρίς να αλλάζει τίποτε στο νόημα.
Θέλω να πω πως τα βιώματα είναι αυτά που παρεισφρέουν σε μια μυθοπλασία και γεννούν, και όχι τα γεγονότα αυτά καθαυτά του βίου μας. Ο συγγραφέας δεν εξομολογείται, αλλά δημιουργεί. Ένα μυθιστόρημα είναι μια κατασκευασμένη αφήγηση, ακόμα κι αν χρησιμοποιεί ή αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα.
Αυτή είναι και η άποψη του απόντα –αλλά συνεχώς παρόντα– πατέρα της ηρωίδας του βιβλίου σας, εκφράζοντας προφανώς τις δικές σας απόψεις, όχι μόνο γι’ αυτό, αλλά και για μια σειρά άλλων θεμάτων, όπως «το DNA της Αγάπης», όπως το ονομάζετε. Θεωρείτε τις σχέσεις αγάπης πιο δυνατές από τις σχέσεις αίματος;
Ναι. Μια σχέση που δημιουργείται από επιλογή είναι, κατά τη γνώμη μου, πιο σημαντική από μια δεδομένη και συχνά ασύμβατη σχέση. Οι συγγενικές σχέσεις υφίστανται τις περισσότερες φορές ανεκτικά, άλλες πάλι γίνονται μέχρι και εχθρικές, καθότι είναι επιβεβλημένες από τα κοινωνικά δεδομένα. Υπάρχουν συγγενείς με τους οποίους είναι δεδομένο πως είναι αδύνατον να συνάψουμε ουσιαστικές σχέσεις. Οι ξένοι όμως που θα επιλέξουμε και θα γίνουν δικοί μας, από απλούς συντρόφους και κολλητούς φίλους μέχρι τα άτομα που θα ενωθούμε μαζί τους σε σάρκα μία, είναι αυτά που θα μας καθορίσουν και θα γίνουν οι συνοδοιπόροι της ζωής μας. 
«Οι φίλοι είναι η συγγνώμη του Θεού για τους συγγενείς»;
Πάντα η ζωή βρίσκει τις ισορροπίες της. Οι σχέσεις των ανθρώπων κατακτιούνται, δεν είναι δεδομένες.
Η οικογένεια όμως, όχι μόνο είναι δεδομένη, αλλά θεωρείται και το κύτταρο της κοινωνίας. Συμφωνείτε μ’ αυτή την άποψη;
Δομικά, για τις υπάρχουσες κοινωνίες, ισχύει. Είναι μια ασφαλιστική δικλείδα της κοινωνίας. Η οικογένεια, σε όποια μορφή της, από την αρχαία μητριαρχική και την πατριαρχική στη συνέχεια, ακόμα και στην πολυγαμική της εκδοχή, μέχρι τις σύγχρονες μορφές της, όπως είναι η συνενωτική οικογένεια (patchwork family), αποτελεί μια μικρή κοινωνία, μοντέλο και  εικόνα της ευρύτερης. Τα μέλη μιας οικογένειας όμως, αν δεν τα ενώνει το DNA της Αγάπης, είναι σαν μια εγωιστική συμμορία ιδιοτελών εξαρτήσεων. Με τη δική της ομερτά, την υποστήριξη και τους ανταγωνισμούς –έως και αλληλοσπαραγμούς– ανάμεσα στα μέλη της.
Και μοιραία, ένα τέτοιο σύνολο τέτοιων οικογενειών δημιουργεί μια «κοινωνία συμμοριών»;
Ακριβώς. Όταν τα κύτταρα είναι σκάρτα, είναι σκάρτο και το σύνολο. Οι κοινωνίες, οι χώρες, οι κάστες και τα πολυεθνικά τραστ συνασπισμένων συμμοριών, έχοντας στο DNA τους εγωιστικά –άρα αντικοινωνικά– κύτταρα, δεν μπορεί παρά να είναι αδίστακτα ανταγωνιστικές και εξουσιαστικές. Καλλιεργούν και αναδεικνύουν τα κατώτερα, ζωώδη ένστικτα, επιφέρουν τον απανθρωπισμό των μαζών και το κομμάτιασμα του κόσμου σε φατρίες μίσους.
Τα καλά κρυμμένα οικογενειακά μυστικά είναι, σε μεγάλο μέρος, το θέμα του βιβλίου σας. Είναι αυτά που αγνοεί και θα αναζητήσει η ηρωίδα σας, θέλοντας να έρθει αντιμέτωπη με την αλήθεια, όσο δύσκολη –ίσως και οδυνηρή– και αν αποδειχθεί αυτή για την ίδια και το άμεσο οικογενειακό της περιβάλλον. Πιστεύετε πως η αναζήτηση της αλήθειας αξίζει το οποιοδήποτε πιθανό ρίσκο;
Πιστεύω πως ο φόβος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός μας. Μας οδηγεί στο ψέμα, την εθελοτυφλία, τον αυτοακρωτηριασμό της ψυχής μας. Βέβαια, η αναμέτρηση με την αλήθεια δεν είναι εύκολο πράγμα. Είναι άθλος, που προϋποθέτει ψυχική προετοιμασία και ωριμότητα. Η Ελένη τολμάει την πρώτη της αναμέτρηση έξω, στον αληθινό κόσμο, με μια ρομαντική καθαρότητα. Είναι μια περιπέτεια μύησης στη ζωή και πραγματικής ενηλικίωσης. Αντίθετα, η μάνα της αναγκάζεται να μπει στο παιχνίδι θέλοντας να κρύψει πτυχές της αλήθειας που την αφορούν. Τα μικρά ή μεγάλα μυστικά, που πάντα υπάρχουν, είναι αυτά που κινούν τη δράση και καθορίζουν τις σχέσεις των ανθρώπων, και στην πραγματική ζωή αλλά και στη μυθιστορηματική, που είναι μίμησή της, δηλαδή μια τεχνητή αλλά αληθοφανής κατασκευή.
Υπάρχει μια πολύ δυνατή και ξεκάθαρα φιλική σχέση της μικρής με μια λεσβία συμμαθήτριά της. Είναι η κολλητή της, η φιλενάδα της, η σύμμαχός της. Είναι μια σχέση κερδισμένη, κατακτημένη, όπως είπατε πιο πριν. Είναι μάλλον η πρώτη φορά που διαβάζω στην ελληνική λογοτεχνία μια τέτοια περίπτωση. Δεν είναι μια τολμηρή επιλογή;
Είναι μια σχέση που αποτελεί τον πρώτο μικρό άθλο της ηρωίδας, απόρροια της ανατροφής και του χαρακτήρα της. Είναι μια σχέση εμπιστοσύνης, μια διακριτική φιλία που σέβεται τις ιδιαιτερότητες και τη διαφορετικότητα. Δεν αποτελεί άθλο γιατί είναι μια σχέση αντισυμβατική, αλλά γιατί είναι ανιδιοτελής, καθαρή και αληθινή. Η διεκδίκησή της απέναντι στις προκαταλήψεις είναι για την Ελένη μια μάχη που κέρδισε με το σπαθί της. Η αδιαπραγμάτευτη επιλογή της αποτελεί μια τολμηρή στάση της ηρωίδας, που οι ανάγκες της μυθοπλασίας επέβαλαν στον συγγραφέα.
Οι τολμηρές επιλογές όμως προκαλούν. Όπως, ίσως, η σκηνή στο εκκλησάκι της παραλίας, όπου η Ελένη και ο Μαραμπού μπαίνουν γυμνοί. Δεν νομίζετε πως μπορεί να σκανδαλίσει, να θεωρηθεί όχι απλώς προκλητική, αλλά έως και βλάσφημη;
Είναι βλάσφημη η αφήγηση της Παλαιάς Διαθήκης για τους πρωτόπλαστους; Το ζευγάρι της ιστορίας μας στη συγκεκριμένη στιγμή έχει την αθωότητα των πρωτοπλάστων. Η ύπαρξή τους στον Παράδεισο, όσο παραμένουν αγνοί και αμόλυντοι από την αμαρτία, είναι ευλογημένη και η γύμνια τους μια φυσιολογική κατάσταση. Η αγνότητα ως τρόπος ύπαρξης επιτρέπει την παραδείσια ελευθερία και την ξεγνοιασιά, που η αθωότητά της χάνεται με την εισβολή του πονηρού. Έτσι συμβαίνει και με το γυμνό ζευγάρι στην εκκλησία. Ο άνδρας συνειδητοποιεί τη γύμνια του και αποκτά την ενοχή της ανάρμοστης ενέργειάς του, όταν ανιχνεύει τον πόθο στα μάτια της Ελένης και ξυπνάει μέσα του η ανάμνηση της απωθημένης «αμαρτίας» του παρελθόντος του. Γι’ αυτό και «εκδιώκεται» από τη συνείδησή του έξω από το εκκλησάκι-παράδεισο.
Η Παναγιά η Ασκέλλα; Είναι υπαρκτή; Παραπέμπει έμμεσα σε κάποιο συγκεκριμένο νησί;
Όχι. Αποτελεί μυθιστορηματικό προσωνύμιο, κατασκευασμένο σύμφωνα με τον συνήθη λαϊκό τρόπο. Το ίδιο συμβαίνει και με τα τοπωνύμια του νησιού, το οποίο είναι επίσης φανταστικό. Συγκεντρώνει όμως πολλά αναγνωρίσιμα κυκλαδίτικα χαρακτηριστικά, καθώς είναι μυθιστορηματικά τοποθετημένο κάπου στις παρυφές τους.
Πόσο αυτοβιογραφικά είναι τα στοιχεία που χτίζουν ένα μυθιστόρημα;
Όσον αφορά εμένα, δεν θα τα ονόμαζα αυτοβιογραφικά, αλλά «αυτοβιωματικά». Θέλω να πω πως τα βιώματα είναι αυτά που παρεισφρέουν σε μια μυθοπλασία και γεννούν, και όχι τα γεγονότα αυτά καθαυτά του βίου μας. Ο συγγραφέας δεν εξομολογείται, αλλά δημιουργεί. Ένα μυθιστόρημα είναι μια κατασκευασμένη αφήγηση, ακόμα κι αν χρησιμοποιεί ή αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα. Ο συγγραφέας δεν αφηγείται γεγονότα που έζησε, αλλά κατασκευάζει γεγονότα, εμπνευσμένα ίσως από πραγματικά συμβάντα, αλλά και απόλυτα φανταστικές κατασκευές. Η μυθοπλαστική του τέχνη συνδυάζει τις εμπειρίες, τα όνειρα, τις πληροφορίες και τις γνώσεις που διαθέτει, σε μια πλοκή, που μοιραία είναι εμποτισμένη από το ποιόν του. Όταν, ας πούμε, κάποιος αφηγηθεί την ιστορία ενός φονιά, για να δουλέψει τον χαρακτήρα του ήρωά του δεν σημαίνει ότι πρέπει να έχει κάνει φόνο ή να έχει άμεση εμπειρία μιας τέτοιας πράξης. Όμως, πιστεύω πως όλοι μας έχουμε αισθανθεί κάποια στιγμή της ζωής μας, δυνητικά, σαν φονιάδες ή έχουμε νιώσει τύψεις και φόβο για κάτι που κάναμε. Τα συναισθήματά μας αυτά, λοιπόν, είναι τα πρώτα υλικά. Η επεξεργασία τους, το φιλτράρισμα και η συμπύκνωσή τους μέσα στα δραματουργικά πλαίσια είναι η δουλειά του συγγραφέα. Στην Εχεμύθεια των κυμάτων, λοιπόν, δεν έχω εμπιστευθεί ιστορίες που έζησα, αλλά έχτισα αντλώντας από καταστάσεις που βίωσα.
Το ίδιο ισχύει, επομένως και για τη Σαώ, το προηγούμενο μυθιστόρημά σας, που παρά το φανταστικό του στοιχείο έχει μια αυτοβιογραφικού τύπου αφήγηση.
Εννοείται. Όπως και για κάθε άλλο που θα γράψω.
Πόσα πράγματα, αλήθεια –για να δανειστώ τη φράση από το σημείωμα στο οπισθόφυλλο του βιβλίου σας–, έχουν συμβεί ερήμην μας και μας αφορούν;
Σίγουρα, πάρα πολλά. Κατ’ αρχάς, ο ίδιος ο κόσμος! Αλλά ας μην πάμε τόσο μακριά. Υπάρχουν αυτά που έχουν συμβεί ερήμην μας στο άμεσο παρελθόν αλλά και στο παρόν μας, όπως είναι οι αποφάσεις των γονιών μας για ηθελημένη ή όχι τεκνοποίηση, για την ανατροφή μας και τη διαπαιδαγώγηση στο μέτρο που μπορούσαν ή που θεωρούσαν απαραίτητο, όλα όσα έχουν συμβεί πίσω από την πλάτη μας, χωρίς να ερωτηθούμε, χωρίς να ληφθούμε υπ’ όψιν, και που ποτέ ίσως να μην τα μάθουμε. Πορευόμαστε στη ζωή αγνοώντας πολλά δεδομένα, γι’ αυτό και η εξέλιξη της ζωής μας είναι απρόβλεπτη. Δεν μπορούμε να ξέρουμε ποτέ τι θα μας ξημερώσει. Όποιος πιστεύει πως ελέγχει τη ζωή του και είναι σίγουρος πως έχει δέσει τον γάιδαρό του και τα έχει όλα τακτοποιημένα, μάλλον υποτιμά τον «ξενοδόχο».
Και ο «ξενοδόχος» ποιος είναι; Πιστεύετε πως η πορεία της ζωής μας καθορίζεται από κάποια μοίρα, της οποίας τα δεδομένα αγνοούμε, ή από την τύχη και τις τυφλές επιλογές της;

Ο «ξενοδόχος» είναι η ίδια η ζωή, η πολυπλοκότητα της οποίας είναι πέρα από την ικανότητα αντίληψης και γνώσης που έχουμε. Ο καθένας μας απέναντι σ’ αυτό το γεγονός διαμορφώνει μια στάση που εξαρτάται από ποια φίλτρα έχει επιλέξει, συνειδητά ή ασυνείδητα, να περνάει την προσέγγισή του. Ο παραδομένος μοιρολάτρης θα το πει αναπόδραστη μοίρα, πεπρωμένο. Ο υποστηρικτής της θεωρίας του τυχαίου και αυθαίρετου Big-Bang και της επακόλουθης γέννησης του κόσμου θα το πει τυχαίο συμβάν ή συγκυριακή εξέλιξη. Ο θιασώτης των new age απόψεων θα το δει ως φυσική αντίδραση και εξελικτική συνέπεια κάποιων προγενέστερων ενεργειών. Κάποιος που αναγνωρίζει την ύπαρξη μιας μυστικής αιτίας της δημιουργίας θα το ονομάσει θεία πρόνοια. Εγώ έχω –ή θέλω να έχω– την πίστη πως για όλα υπάρχει κάποιος λόγος που συμβαίνουν και πως εξαρτάται από εμάς, στο μέτρο της ελευθερίας μας και της χάρης που θα αξιωθούμε, το πώς θα τα αντιμετωπίσουμε και θα σταθούμε απέναντί τους. Προσπαθώ να τα αντιμετωπίζω παιδευτικά και αισιόδοξα, χωρίς φόβο και αγανάκτηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΥ ΕΙΣΤΕ ΚΟΣΜΙΟΙ ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΕ ΜΟΝΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΓΡΑΦΗ